- φέσα
- η, Ν(ως μεγεθτού φέσι) μεγάλο ή ψηλό φέσι, φεσάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεσάρα — η, Ν 1. φέσα 2. μτφ. μεγάλο ανεξόφλητο χρέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. ποδ άρα)] … Dictionary of Greek